- κηραλοιφή
- και κεραλοιφή, η(φαρμ.) φάρμακο εξωτερικής χρήσης, μαλακής σύστασης, με βάση κερί και λάδι στα οποία προστίθενται υγρές ή στερεές ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αλοιφή (< αλείφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.